- ταριχείον
- και ταριχήϊον, τό, Α [ταριχεύω]εργαστήριο ή χώρος για πάστωμα ψαριών ή για ταρίχευση νεκρών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταριχείων — ταριχεῖον pickle factory neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)